άτριο

άτριο
το (AM ἄτριον)
αρχιτ.
1. το πρώτο και μεγαλύτερο στεγασμένο τμήμα της αρχαίας ρωμαϊκής κατοικίας όπου οδηγούσαν όλα τα άλλα δωμάτια, ο πρόδομος
2. το αίθριο, τετράγωνη περίστυλη αυλή των εκκλησιών
3. πρόναος ή εξωτερική αυλή των εκκλησιών των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού που εξελίχθηκε σε μοναστηριακή στοά
4. παράρτημα του κύριου μεσαιωνικού οικοδομήματος στη Δύση στο οποίο οι ηγεμόνες δέχονταν επίσημες επισκέψεις
νεοελλ.
1. ανατ. το κατώτερο τμήμα του κοίλου του τυμπάνου του αφτιού
2. γεωλ. κοίλωμα του εδάφους μεταξύ του κεντρικού κώνου και του εξωτερικού δακτυλιοειδούς περιτειχίσματος των σύνθετων ηφαιστείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. atrium «ο πρόδομος, η μπροστινή αίθουσα ρωμαϊκής κατοικίας» (πρβλ. αίθριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • Βεζούβιος — (Vesuvio). Ενεργό ηφαίστειο της Ιταλίας στην Καμπανία, στην πεδιάδα ανατολικά της Νάπολης. Είναι το μοναδικό ενεργό ηφαίστειο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Επίσης, είναι ένα από τα λίγα της Γης με περίφραγμα και αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”